- γοργόνειος
- -α, -ο (Α γοργόνειος, -ον)1. ο σχετικός με τη Γοργόνα, τη Μέδουσα2. το ουδ. ως ουσ. το Γοργόνειοντο κεφάλι τής Μέδουσας.[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γοργον- τού πληθ. Γοργόνες (βλ. λ. Γοργώ) απ' όπου και αιτ. ενικ. Γοργόνα και ον. Γοργών].
Dictionary of Greek. 2013.